- ποδονιψία
- η, Νεκκλ.η νίψη τών ποδών τών προσκυνητών ή επισκεπτών μοναστηριού από τους μοναχούς, δώδεκα μοναχών από τον ηγούμενο μοναστηριού κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, δώδεκα πτωχών από τον επίσκοπο σε ορισμένες περιοχές τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + νίψις (< νίπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.